- περίσσευμα
- τό1) избыток, излишек; 2) остаток; 3) сбережение;
περίσσευμα προϋπολογισμού — актив бюджета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίσσευμα προϋπολογισμού — актив бюджета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίσσευμα — περίσσευμα, το και περίσσεμα, το, ατος παραπανίσια ποσότητα, πλεόνασμα, περίσσεια, διαφορά: Δεν έχει μεγάλο περίσσευμα ο προϋπολογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσευμα — superfluity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσσευμα — το, ΝΜΑ και περίσσεμα Ν και αττ. τ. περίττευμα, Α, [περισσεύω] 1. καθετί που περισσεύει, το πλεόνασμα, η ποσότητα που περισσεύει, που υπολείπεται, που μένει ως κατάλοιπο (α. «περίσσευμα τού προϋπολογισμού» β. «ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν … Dictionary of Greek
περισσευμάτων — περίσσευμα superfluity neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεύματα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεύματος — περίσσευμα superfluity neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττευμάτων — περίσσευμα superfluity neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττεύματα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττεύματος — περίσσευμα superfluity neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίττευμα — περίσσευμα superfluity neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek